ἀνώνυμος — without name masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανώνυμος — η, ο (Α ἀνώνυμος, ον) 1. ο χωρίς όνομα 2. αυτός που δεν φέρει υπογραφή («ἀνώνυμη καταγγελία», «ἀνώνυμος μήνυσις», Λυσίας) νεοελλ. αυτός που δεν αναφέρεται σε ορισμένο πρόσωπο αρχ. 1. ανείπωτος, απερίγραπτος 2. αυτός που δεν πρέπει να… … Dictionary of Greek
Ανώνυμος ο Έλλην — Ψευδώνυμο του συγγραφέα της Ελληνικής Νομαρχίας. Πολλές εικασίες έχουν γίνει για το αληθινό όνομα του συγγραφέα. Ο Ν. Τωμαδάκης, για παράδειγμα, θεωρεί συγγραφέα του τον Σπάχο, ο Γ. Βαλέτας τον Πασχάλη Δονά και άλλοι τον Ιωάννη Κωλέττη … Dictionary of Greek
ἀνωνυμώτερον — ἀνώνυμος without name masc acc comp sg ἀνώνυμος without name neut nom/voc/acc comp sg ἀνώνυμος without name adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωνύμως — ἀνώνυμος without name adverbial ἀνώνυμος without name masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνώνυμον — ἀνώνυμος without name masc/fem acc sg ἀνώνυμος without name neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παναιτίου, ζωγράφος του- — Ανώνυμος αγγειογράφος του αυστηρού ερυθρόμορφου ρυθμού, τα έργα του οποίου έχουν μεν την υπογραφή του περίφημου αγγειογράφου Ευφρόνιου (500 460 π.Χ.), αλλά η αγγειογραφία τους αποδίδεται σε αυτόν, θεωρείται βοηθός του Ευφρόνιου, που εκτός από την … Dictionary of Greek
ἀνωνυμώτεροι — ἀνώνυμος without name masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωνυμώτερος — ἀνώνυμος without name masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωνύμοις — ἀνώνυμος without name masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)